- εξορθώνω
- (AM ἐξορθῶ, -όωΜ και ἐξορθώνω) [έξορθος]1. στήνω πάλι, επαναφέρω στην αρχική θέσημσν.- νεοελλ.1. πετυχαίνω, κατορθώνω2. προετοιμάζομαινεοελλ.1. ετοιμάζω2. διαλέγω3. αναστατώνω, ξεσηκώνωμσν.1. κατασκευάζω2. κανονίζω, ορίζω3. συναγωνίζομαι, φτάνω κάποιοναρχ.αποκαθιστώ.
Dictionary of Greek. 2013.